παραπονοῦνται

παραπονοῦνται
παρά , ἀπό-νέω
swim
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
παρά , ἀπό-ὀνέομαι
D Mort.
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
παρά-ἀπονέομαι
go away
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric aeolic)
παρά-ἀπονέομαι
go away
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
παρά-ἀπονέω
unload
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric aeolic)
παρά-ἀπονέω
unload
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
παρά-πονέομαι
work hard
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
παρά-πονέω
work hard
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυξοίδημα — (Ιατρ.). Λέγεται και υποθυρεοειδισμός. Ασθένεια που οφείλεται σε ανεπάρκεια της ορμονικής έκκρισης του θυρεοειδούς. Είναι γνωστό το μ. του ενήλικου, αν και υπάρχει και ένα μ. του παιδιού (κρετινισμός), που συχνά συνοδεύεται από διανοητική… …   Dictionary of Greek

  • παράπονο — το 1. λυπηρή ψυχική κατάσταση ατόμου η οποία προήλθε από αδικία ή από κακοτυχία 2. έκφραση δυσαρέσκειας, διαμαρτυρία, μεμψιμοιρία 3. φρ. α) «τό χω παράπονο» αισθάνομαι πικρία για κάτι β) «μέ παίρνει το παράπονο» ή «μέ πιάνει το παράπονο»… …   Dictionary of Greek

  • ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν …   Dictionary of Greek

  • υποσπαδίας — (Ιατρ.). Είναι η διάσταση του κάτω τοιχώματος της ουρήθρας. Απαντά κυρίως στους άντρες. Στην περίπτωση του υ. το κάτω τοίχωμα της ουρήθρας δεν έχει πλήρη διάπλαση και το εξωτερικό της στόμιο δε βρίσκεται στην κανονική του θέση στη βάλανο του… …   Dictionary of Greek

  • χήρα — η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. χήρη Α 1. γυναίκα που έχει χάσει τον σύζυγό της και παραμένει άγαμη (α. «ήτο έρημος και χήρα», Παπαδ. β. «οὐ παρθένον, ἀλλὰ χήραν», Πλούτ.) 2. στον πληθ. οἱ χήρες και αίχῆραι εκκλ. τάξη αφιερωμένων στη διακονία τής… …   Dictionary of Greek

  • ψευτίζω — Ν [ψεύτης] 1. (μτβ.) κατασκευάζω κάτι με κατώτερης ποιότητας υλικά («τό ψευτίζουν το σιταρένιο ψωμί») 2. (αμτβ.) κατασκευάζομαι με υλικά κατώτερης ποιότητας («όλα τα προϊόντα τους έχουν ψευτίσει») 3. φρ. «και τα πράσα τά ψεύτισαν» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

  • κλαίω — και κλαίγω έκλαψα, κλαύτηκα, κλαμένος (και κλαημένος) 1. χύνω δάκρυα, θρηνώ: Κλαίει την τύχη του. 2. το μέσ., κλαίομαι και κλαίγομαι παραπονούμαι: Όλο κλαίγεται. 3. η φράση «κλαίν οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες» λέγεται για εκείνους που,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”